“Η ζωή μου όλη, ένα κουδούνι που χτυπάει!” Γράφει η φιλόλογος Λητώ Δρακοπούλου
Μια περιδιάβαση στον χώρο των σχολικών αναμνήσεων είναι το κείμενο της συναδέλφου φιλολόγου, Λητώς Δρακοπούλου, η οποία με νοσταλγία, αλλά και χιούμορ, παρουσιάζει τις μνήμες της από το σχολείο, από τη μια και από ... την άλλη πλευρά. Για τους εκπαιδευτικούς τα χρόνια του σχολείου είναι το άθροισμα των μαθητικών και των εργασιακών χρόνων και αντιπροσωπεύουν μια πλούσια και αδιάσπαστη ενότητα συσσωρευμένων εμπειριών. Πρόκειται για βιώματα που αποκτιούνται μέσα σε έναν χώρο δημόσιο και κοινό, αλλά συγχρόνως οικείο και γνώριμο, τη σχολική τάξη.
“Η ζωή μου όλη, ένα κουδούνι που χτυπάει!” Κάπως έτσι θα μπορούσα να συνοψίσω όλη μου τη ζωή μετά τα πέντε πρώτα χρόνια, που ακόμη δεν είχα κάτσει σε θρανίο. Δώδεκα χρόνια σαν μαθήτρια, φοιτήτρια μετά, ύστερα από λίγο πάλι στις τάξεις από την έδρα αυτή τη φορά.
Θυμάμαι την πρώτη μου μέρα στην πρώτη δημοτικού, το γεμάτο απορία βλέμμα που πρέπει να είχα, την εντύπωση που μου έκαναν κάποια από τα άλλα παιδιά, αγόρια, που μου φαίνονταν πολύ ψηλά (ήμουν πολύ μικροσκοπική), τις δασκάλες με τις φούστες (δε φορούσαν παντελόνια τότε), εμένα και τα άλλα κοριτσάκια με τις μπλε ποδιές και την κορδέλα στα μαλλιά. Θυμάμαι επίσης το «κουλούρι με τυρί» που αγοράζαμε στο διάλειμμα 1,5 δραχμή, αν δεν απατώμαι. Δε νομίζω ότι μου άρεσε το σχολείο. Ρωτούσα να μάθω γιατί έπρεπε να πηγαίνουμε σχολείο και η απάντηση που μου έδιναν ήταν, για να μάθω να γράφω, να διαβάζω και να μετράω. Έτσι λοιπόν, στο τέλος της δευτέρας, όταν είχε «ολοκληρωθεί ο σκοπός», εύλογα φαντάστηκα ότι είχα μάθει όσα έπρεπε να μάθω, οπότε … σχολείο τέλος!! Τι απογοήτευση ένιωσα όταν μου αποκαλύφθηκε … η αλήθεια! Υπήρχαν κι άλλα που έπρεπε να μάθω όπως με πληροφόρησαν. Πού να ΄ξερα!
Έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια, τελείωσε το Δημοτικό, πήγα στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και μετά ... ουφ! ΤΕΛΟΣ!! Φυσικά οι αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια είναι άπειρες. Η αίσθηση της διάρκειας της κάθε σχολικής χρονιάς επίσης πολύ διαφορετική από αυτήν που έχω τώρα. Είναι κοινός τόπος ότι καθώς μεγαλώνουμε, όλο και περισσότερο νομίζουμε ότι ο χρόνος τρέχει και δεν τον προλαβαίνουμε. Τότε η κάθε σχολική χρονιά φάνταζε ατελείωτη. Τι όμως ήταν αυτό που με έκανε να πιστεύω αφελώς ότι όταν τελείωνα με το σχολείο, δεν θα ήθελα να ξαναπατήσω το πόδι μου σε αυτό; Πιστεύω ότι είναι το ίδιο διαχρονικά σε όλους τους μαθητές των ελληνικών σχολείων τουλάχιστον. Η «υποχρεωτικότητα». Είναι η πρώτη φορά που βιώνει ένα παιδί αυτό που θα νιώθει στο πετσί του σε όλη τη ζωή. Το ότι δηλαδή πρέπει να σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου νωρίς, πρέπει να κάθεσαι στη θέση σου για ώρες, πρέπει να διαβάσεις τα μαθήματά σου το απόγευμα, πρέπει να ανταποκρίνεσαι στις υποχρεώσεις σου. Επίσης το ότι είσαι υπόλογος στους άλλους και στον εαυτό σου σε περίπτωση που αθετείς τις υποχρεώσεις σου. Χαρακτηριστικό είναι το ότι χρόνια αφότου τελείωσα το σχολείο, έβλεπα στα όνειρά μου ότι δεν είχα διαβάσει Χημεία, ότι με «σήκωσε» ο δάσκαλος στη Φυσική και δεν είχα ιδέα.
Ωστόσο, επτά χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από το σχολείο, το επισκέφθηκα. Και ... η νοσταλγία που ένιωσα για εκείνα τα «μαρτυρικά» χρόνια ήταν απερίγραπτη! Όλα μού έλειπαν. Το κτίριο, η αυλή, οι αίθουσες, οι δάσκαλοι, οι συμμαθήτριες. Όμως πάνω από όλα νοσταλγούσα αυτό το μοναδικό αίσθημα που στην πρώτη μας νιότη κυρίως γευόμαστε, ότι όλα είναι καινούργια. Πρώτη φορά μαθαίνουμε, πρώτη φορά μάς αποκαλύπτεται ο «θαυμαστός» κόσμος γύρω μας που αποτελείται από ιδέες, συναισθήματα, σχέσεις, προκλήσεις, δοκιμές και απογοητεύσεις! Ο πόνος του ανεπίστρεπτου. Ποτέ ξανά δε θα νιώσω έτσι. Ναι, θα ενθουσιαστώ, θα δοκιμάσω, θα σχετισθώ. Όμως δε θα είναι για πρώτη φορά. Θυμάμαι το χτυποκάρδι που ένιωθα στην προοπτική της ανταλλαγής ιδεών ή σκέψεων που είχα τότε μόλις προσεγγίσει, με τον καθηγητή μου ή με τη φίλη μου.
Τα χρόνια πέρασαν και να’μαι να ανοίγω για πρώτη φορά την πόρτα μιας σχολικής τάξης με άλλον ρόλο αυτή τη φορά. Εικοσιτριών χρονών αναπληρώτρια φιλόλογος. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την αγωνία μου. Η μόνη πείρα που είχα ήταν αυτή της μαθήτριας. Η πείρα δηλαδή της «άλλης όχθης». Πώς θα τα κατάφερνα; Τα παιδιά θα καταλάβαιναν «το μυστικό μου»; Όταν με ρώτησαν πόσα χρόνια δούλευα, δεν τόλμησα να τους πω την αλήθεια, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη, η παρθενική μου φορά. Επίσης θυμάμαι ότι κοκκίνισα ως τις ρίζες των μαλλιών μου, όταν δεν μπόρεσα να απαντήσω σε κάποια ερώτηση μαθητή.
Και πάλι τα χρόνια πέρασαν, έχω πάψει να καρδιοχτυπώ όταν για πρώτη φορά ανοίγω την πόρτα μιας καινούργιας τάξης στην αρχή της χρονιάς. Ατελείωτα περιστατικά με μαθητές που είπαν ή έκαναν ή έγραψαν αυτό ή το άλλο μου έρχονται στο μυαλό. Θα μπορούσα να πω άπειρα πράγματα για το τι είναι το σχολείο για μένα. Θα σταθώ όμως σε αυτά που θεωρώ τα πιο σημαντικά. Πιστεύω ότι είμαι τυχερή που η «μοίρα» με έκανε να γίνω δασκάλα. Δεν το είχα επιδιώξει, δεν το φανταζόμουν. Έχω περάσει πολύ όμορφες στιγμές, ώρες, χρόνια με τα παιδιά. Έχω διασκεδάσει, έχω συγκινηθεί, έχω ενθουσιαστεί, έχω «αναρρώσει» από τραύματα που η ζωή μού έφερε σε αυτό που έμελλε να γίνει ο φυσικός μου χώρος. Η τάξη!!
“Η ζωή μου όλη, ένα κουδούνι που χτυπάει!” Λητώ Δρακοπούλου, 2022