Το κουδούνι δε χτυπάει στη ζωή μου πια. Οι σκέψεις μιας συνταξιούχου φιλολόγου.
Όσο ήμουν αυτό που ονομάζουμε «εν ενεργεία καθηγήτρια», τύχαινε να μιλήσω με συνταξιούχους συναδέλφους. Η συντριπτική τους πλειοψηφία απολάμβανε τη νέα φάση, αυτή χωρίς σχολείο, παιδιά, διορθώματα και τα συναφή. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που κάποιοι είχαν πει ότι αισθάνονται σαν να μην πέρασαν ποτέ από τον χώρο της εκπαίδευσης, σαν να τα είχαν όλα απωθήσει δηλαδή. Ακούγοντάς τους τότε, από τη μία δικαιολογούσα αυτό το συναίσθημα ως απόρροια μιας κούρασης που έρχεται με τον χρόνο, από την άλλη μου προξενούσε έκπληξη. Τι ήταν αυτό που με εξέπληττε; Το ότι η δουλειά μας έχει να κάνει με ανθρώπινες σχέσεις, και μάλιστα με παιδιά. Δεν πρόκειται για μια στεγνή, γραφειοκρατική δουλειά, αλλά για μία διαρκώς εναλλασσόμενη εμπειρία. Τη μία μέρα έγινε αυτό στην τάξη, την άλλη κάτι άλλο. Τη μία χρονιά είχες «χημεία» με κάποια παιδιά, την άλλη όχι.
Καθώς έγινα και εγώ μια «εν αποστρατεία» εκπαιδευτικός, εύλογα αντιμετώπισα τα πράγματα από την άλλη όχθη. Αυτές τις νέες σκέψεις αισθάνθηκα την ανάγκη να μοιραστώ.
Ας ξεκινήσω με μία αρχική δήλωση. Δε μου λείπει το σχολείο. Δεν το νοσταλγώ (ακόμη). Μου αρέσει αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία ελευθερίας. Μου αρέσει το ότι κάνω σχέδια για το τι θα κάνω την επόμενη ημέρα. Ωστόσο, δεν αναπολώ το σχολείο.
Αυτό που με κάνει να αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτό, είναι το ότι ακόμη λέω ότι η τάξη είναι ιαματική. Η φρεσκάδα των παιδιών, τα νιάτα τους, η ανυπόκριτη ζεστασιά που έχω βιώσει από αυτά, εξακολουθούν να είναι πράγματα για τα οποία νιώθω ευγνωμοσύνη που τα έζησα. Όμως, δεν ξεχνώ, από την άλλη, αρνητικές σκέψεις που έκανα, ανυπόφορα συναισθήματα που ένιωσα. Αυτά τα αντιφατικά προσπαθώ να ερμηνεύσω.
Το πιο ανυπόφορο για μένα, που γινόταν κάθε χρόνο χειρότερο, ήταν το αίσθημα της απαξίωσης. Όχι θεσμικά, από την πολιτεία και τα συμπαρομαρτούντα, αλλά από τη σχεδόν γενικευμένη αδιαφορία των παιδιών για τη σχολική γνώση. Εκείνα τα άδεια μάτια που κοίταζαν στο κενό. Οι άπειρες άγνωστες λέξεις, που γίνονταν όλο και περισσότερες, με έφερναν σε απόγνωση.
Πώς να μιλήσεις; Ποια γλώσσα να χρησιμοποιήσεις σε παιδιά που αυτό που τους είναι κατανοητό είναι τα emoji; Δεν μπορώ να ξεχάσω πώς ένιωσα όταν μου είπαν ότι τους είναι πιο οικεία τα Αγγλικά! Πιο οικεία μια ξένη γλώσσα, που δεν είναι η μητρική τους! Η απόσταση από τα παιδιά δεν είναι τόσο βιολογική, οι δεκαετίες δηλαδή που μας χωρίζουν από αυτά, αλλά πολιτισμική. Πρόκειται για παιδιά άλλου πολιτισμού.
Φυσικά, υπάρχουν και οι «καλοί μαθητές», αυτοί που θα γράψουν καλά, ενδεχομένως, στις πανελλήνιες, που έχουν επαγγελματικές φιλοδοξίες, που δεν αφορούν στο να γίνουν influencers ή YouTubers. Όμως, ακόμα και αυτά τα άξια παιδιά δεν είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτά που θα με κάνουν να γυρίσω σπίτι με ψυχική ανάταση. Λείπει η «ιερή περιέργεια», ο έρωτας που είναι στη βάση κάθε αναζήτησης του κόσμου μας. Αναπολώ, αλήθεια, αυτές τις σπάνιες στιγμές που μια συζήτηση στην τάξη μού άνοιγε και εμένα νέους ορίζοντες. Εκείνη τη μέθεξη νοσταλγώ.
Συνοψίζοντας, αυτή η διπλή διάσταση του εκπαιδευτικού, από τη μια του μεταδότη ενός γνωστικού αντικειμένου, η πιο άχαρη αλλά και η βασική, και από την άλλη του παιδαγωγού, που σχετίζεται με μια γκάμα συναισθηματικού τύπου σχέσεων – ενός υποκατάστατου γονέα, του φίλου, του συμβουλάτορα, του μυστικοσύμβουλου – κάνει τον ρόλο του εκπαιδευτικού πολύπλοκο.Λητώ Δρακοπούλου, Φιλόλογος